- ἀναξυρίς
- ἀναξυρίςMeaning: = ὀξαλὶς (Dsc.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Page in Frisk: --
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… … Dictionary of Greek
ἀναξυρίς — ἀναξυρίδες trousers fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՎԱՐՏԻՔ — (տեաց.) NBH 2 0798 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. σαράβαρα . որ է բառ եբր. սարէպպալին. այլ կայ եւ յն. ἁναξυρίς, περισκέλιον bracca, femorale. Ագանելիք ʼի վայր կոյս՝ ʼի միջոյ եւ ʼի վայր. ծածկոյթ երանաց եւ բարձից. տիզլիք, տօն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)